Περίληψη
Μνημονιακή νομοθεσία. Περικοπές συντάξεων.
Διαχρονικό δίκαιο. Κρίση με αποφάσεις του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των
περικοπών των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Μεταρρύθμιση κοινωνικοασφαλιστικού
συστήματος. Επανυπολογισμός συντάξεων. Κρίση με αποφάσεις του ΣτΕ περί
συνταγματικότητας της εκ νέου υιοθέτησης με τον Ν 4387/2016 των περικοπών στις
συντάξεις, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος. Αγωγή συνταξιούχου του
Ταμείου Νομικών για την καταβολή των συντάξιμων αποδοχών που περικόπηκαν. Κρίση
ότι οι περικοπές που διενεργήθηκαν στη σύνταξη από 12-5-2016 και εφεξής έχουν
ως νόμιμο έρεισμα, όχι τις αντισυνταγματικές διατάξεις του Ν 4051/2012, όπως
έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, αλλά τις διατάξεις του Ν 4387/2016, οι ρυθμίσεις
των οποίων, εντασσόμενες στο ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών
του θεσπισθέντος με τον τελευταίο αυτό νόμο ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού
συστήματος είναι συνταγματικώς θεμιτές και σύμφωνες και με την ΕΣΔΑ, και ως εκ
τούτου οι περικοπές αυτές εχώρησαν νόμιμα. Δεκτή εν μέρει η έφεση.
Μεταρρυθμίζει την εκκαλουμένη.
Απόφαση
Αριθμός απόφασης:898/2021
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 12ο Μονομελές
Με δικαστή τον Αντώνιο Τσαμαρδίνο, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα
τον Δημήτριο Μενιάδη, δικαστικό υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει
την με ημερομηνία καταχώρησης 14 Ιανουαρίου 2020 (αριθμ. καταχ. …5/14-1-2020)
έφεση,
του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης»
(e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα εκπροσωπούμενο από τον Διοικητή του, ο
οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με την
από 29-7-2020 έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ του
πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ρηγόπουλου,
κατά της ..., κατοίκου Αθηνών, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται
κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, το εκκαλούν ΝΠΔΔ, καθολικός διάδοχος του ΝΠΔΔ
με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (Ε.Τ.Α.Α. – ΤΑΝ),
επιδιώκει παραδεκτώς την εξαφάνιση της 15023/2019 οριστικής
απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το βλαπτικό
γιαυτό μέρος της. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η με χρονολογία
κατάθεσης 31-1-2019 προσφυγή-αγωγή της ήδη εφεσίβλητης, συνταξιούχου του τέως
Ε.Τ.Α.Α. – ΤΑΝ, ακυρώθηκαν τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων της, που εξέδωσε
το εκκαλούν για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2015 έως Δεκέμβριο του έτους 2018,
κατά το μέρος με το οποίο έλαβαν χώρα μειώσεις στην σύνταξή της, κατ’ εφαρμογή
του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του Άρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος
ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, και περαιτέρω αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του
εκκαλούντος να καταβάλει νομιμοτόκως στην εφεσίβλητη το ποσό των 6.249,78 ευρώ,
ως οφειλόμενη διαφορά συντάξεων για την ανωτέρω χρονική περίοδο.
2. Επειδή, η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, νόμιμα έγινε παρά την
απουσία της εφεσίβλητης, η οποία κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί
σε αυτή (σχετ. η από 12-6-2020 έκθεση επίδοσης του Γραμματέα του Δικαστηρίου
τούτου ...).
3. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις
της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εμφάνιση της οξύτατης
δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι
υφίσταται άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας
και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη
χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων
περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών
και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς
υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι
οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας
ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010),
και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των
συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν.
3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς
αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις
μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και
επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150
ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011),
εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου
«Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου”, και συνιστούν μέτρα
«άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης
στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά κρίθηκε ότι οι εν λόγω
περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών
περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση
αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και
5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος.
4. Επειδή, περαιτέρω με τις ανωτέρω 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του
Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι οι περικοπές του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 4051/2012 και του άρθρου
πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 αντίκεινται
προς το Σύνταγμα. Ειδικότερα κρίθηκε ότι ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του
οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12 % οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα
1300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις με κλιμακωτές μειώσεις, και ο ν.
4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου σε ποσοστά
από 5 % έως και 20 % οι από οποιαδήποτε πηγή και από οποιαδήποτε αιτία
συντάξεις που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1000 ευρώ, αφετέρου δε καταργήθηκαν
πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα
και αδείας, δεν είναι συμβατές με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1
και 4 του Συντάγματος και επίσης αντίκεινται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α., διότι είχε παρέλθει διετία από τον αρχικό αιφνιδιασμό της οικονομικής
κρίσης, ο δε νομοθέτης δεν σχεδίασε εν τω μεταξύ με τον κατάλληλο τρόπο τα
μέτρα για την αντιμετώπισή της, δεν προέβη, ως όφειλε, σε συνολική εκτίμηση των
παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα, δεν κατάρτισε αναλογιστική μελέτη και
δεν αξιολόγησε αρκούντως την προσφορότητα των εισαγόμενων δια των παραπάνω
νόμων ρυθμίσεων. Τα αποτελέσματα της ακύρωσης περιορίστηκαν από τη δημοσίευση
της ακυρωτικής απόφασης και εφεξής.
5. Επειδή ακολούθως, με την 1891/2019 απόφαση
της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (που δημοσιεύτηκε στις 4.10.2019)
και με τις εκεί αναφερόμενες σκέψεις κρίθηκε ότι δεν κωλυόταν ο νομοθέτης από
τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με
τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι επίμαχες περικοπές των νόμων 4051/2012
και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή
ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες, κατά τα ανωτέρω,
περικοπές (υποκείμενος πάντως στους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές
συνταγματικές διατάξεις και στις εγγυήσεις που αυτές καθιερώνουν, βλ. 1-4/2018 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του
άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος), εφόσον λάμβανε υπόψη τα κριτήρια και
ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το
Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε,
ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση
νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να
υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των
συντάξεων κατά τον επανυπολογισμό των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως
και έπραξε, υποχρεούνταν να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο, για τον οποίο ήταν
τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρυθμίσεως του
συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή
του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της
ιδρύσεως ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών που
εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο
σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά
τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας
του Δικαστηρίου κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του
νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του
ν. 4387/2016, στους ήδη κατά τη δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο
πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών θα
ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις
περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί
αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της
Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω
νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ' επέκταση,
στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του
ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμιστούν και οι παλαιοί και όχι
μόνο οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με τη θεσπιζόμενη με τον
ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος
της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και
διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ
ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση,
διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή
της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους
μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση
του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν.
4387/2016 (εφαρμοζόμενη αναλόγως, κατ' άρθρα 27
παρ. 1 και 33 παρ. 1 του
νόμου αυτού, στους συνταξιούχους των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών των
ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα, που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α. με το άρθρο 53 του εν λόγω νόμου, και κατ' άρθρο 94 παρ. 1 στις εκκρεμείς αιτήσεις
συνταξιοδοτήσεως), σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν
κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται, μέχρι την
31.12.2018, στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις
περικοπές, δηλαδή, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με τη
1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω
ρύθμιση, η οποία, κατ' ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν.
4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του
(παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις
αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ήταν συνταγματικώς
θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού
συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες
περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016
συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με
τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση
εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου
ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με τον ν.
4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως,
αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά
κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές
παροχές. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αποφάσεως αυτής, η διάταξη του άρθρου
14 παρ. 2 περ. α' του ν. 4387/2016 είναι σύμφωνη και με την Ε.Σ.Δ.Α. και,
επομένως, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016) και εφεξής, οι ως άνω
περικοπές, που έχουν ως νόμιμο έρεισμα την ανωτέρω διάταξη του τελευταίου αυτού
νόμου, είναι νόμιμες. Ομοίως, με τη 1890/2019 απόφαση
της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 20), κρίθηκε καταρχήν συνταγματικώς
θεμιτή η εκ νέου κατ' ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο
επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων (βλ. ΣτΕ 1439-1442/2020 Ολομ.).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας
προκύπτουν τα εξής: Με την .../18.9.2015 απόφαση του Διευθυντή Παροχών του
Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων
απονεμήθηκε στην εφεσίβλητη σύνταξη ποσού 642,54 ευρώ μηνιαίως, πληρωτέα από
1.7.2014. Επί των ποσών της ως άνω σύνταξης της εφεσίβλητης επιβλήθηκε εισφορά
αλληλεγγύης καθώς και περικοπές κατ’ εφαρμογή των ν. 4051/2012 και ν.
4093/2012, το συνολικό ύψος των οποίων ανέρχεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς
της σε 12.900,60 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2014
έως τον Δεκέμβριο του έτους 2018. Με την ένδικη προσφυγή-αγωγή της ενώπιον του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου υποστήριξε ότι οι ως άνω περικοπές που επιβλήθηκαν στο
ποσό της λαμβανόμενης από το εκκαλούν Ταμείο σύνταξης αντίκεινται στα άρθρα 2
παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και
στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ζήτησε για το λόγο
αυτό αφενός να ακυρωθούν τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το
εκκαλούν κατά τους μήνες Ιούλιο του έτους 2014 έως και Δεκέμβριο του έτους
2018, βάσει των οποίων διενεργήθηκαν στο ποσό της καταβαλλόμενης από το ΤΑ.Ν.
σύνταξής της οι προαναφερόμενες μειώσεις κατόπιν εφαρμογής των, κατά τους
ισχυρισμούς της, αντικείμενων στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., διατάξεων περί
επιβολής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων (ν. 3863 και 3865/2010), καθώς
επίσης του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α’ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ
υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (Α’ 222), αφετέρου, δε, να αναγνωρισθεί η
υποχρέωση του εκκαλούντος να της καταβάλει νομιμοτόκως το προαναφερόμενο ποσό
των 12.900,60 ευρώ, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υπέστη
λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν στην σύνταξή της, κατά το χρονικό διάστημα
από 1.7.2014 έως και 31.12.2018, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων.
Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι οι θεσπισθείσες με τις διατάξεις του
άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος
ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 περικοπές αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1,
4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, επίσης δε,
παραβιάζουν και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ως άνω
Ευρωπαϊκής Σύμβασης και ότι ως εκ τούτου, μη νομίμως περικόπηκαν, κατ’ εφαρμογή
των διατάξεων αυτών, από τα αρμόδια όργανα του Ε.Τ.Α.Α. – ΤΑΝ και στη συνέχεια
του ΕΦΚΑ, οι συντάξιμες αποδοχές της εφεσίβλητης, κατά το χρονικό διάστημα από
1-7-2015 έως 31-12-2018. Περαιτέρω έκρινε ότι ο περιορισμός της σύνταξης της
εφεσίβλητης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που έγινε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων
των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010, είναι σύμφωνος με το
Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Κατόπιν
των σκέψεων αυτών, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η
προσφυγή-αγωγή, ακυρώθηκαν τα ενημερωτικά σημειώματα σύνταξης της εφεσίβλητης
που αφορούσαν το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2015 έως το Δεκέμβριο του
2018, κατά το μέρος με το οποίο έλαβαν χώρα μειώσεις στην σύνταξή της, κατ’
εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ
υποπαράγραφος ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, και περαιτέρω αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση
του ΕΦΚΑ να καταβάλει νομιμοτόκως στην εφεσίβλητη τις περικοπείσες συντάξιμες
αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-7-2015 έως 31-12-2018 ανερχόμενες σε
6.249,78 ευρώ (47,56 + 101,00 ευρώ ανά μήνα για το χρονικό διάστημα Ιουλίου
2015 – Σεπτεμβρίου 2016 και 48,03 και 100,91 ευρώ ανά μήνα για το χρονικό
διάστημα Οκτωβρίου 2016 –Δεκεμβρίου 2018).
7. Επειδή με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν υποστηρίζει ότι είναι
συνταγματικές οι περικοπές που αφορούν το χρονικό διάστημα μετά την 12-5-2016
κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. β του Κεφαλαίου Β’ του ν.
4837/2016, ο οποίος είναι εφαρμοστέος στην περίπτωση της εφεσίβλητης. Ο λόγος
αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Τούτο γιατί, ενόψει των όσων
αναφέρθηκαν σε προηγούμενες σκέψεις, οι περικοπές (μειώσεις) που διενεργήθηκαν
στην σύνταξη της εφεσίβλητης μέχρι τις 11-5-2016, έχουν ως έρεισμα τις
διατάξεις των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με
τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και εκ του
λόγου τούτου δεν είναι νόμιμες. Πλην όμως οι περικοπές (μειώσεις) που
διενεργήθηκαν στην σύνταξη της από 12-5-2016 και εφεξής έχουν ως νόμιμο έρεισμα
όχι τις αντισυνταγματικές διατάξεις του πιο πάνω νόμου, αλλά τις διατάξεις του
ν. 4387/2016, οι ρυθμίσεις των οποίων εντασσόμενες στο ευρύτερο πλέγμα μέτρων
και διαρθρωτικών αλλαγών του θεσπισθέντος με τον τελευταίο αυτό νόμο ριζικώς
αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος είναι, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω,
συνταγματικώς θεμιτές και σύμφωνες και με την ΕΣΔΑ, και ως εκ τούτου οι
περικοπές αυτές εχώρησαν νόμιμα (ολ. ΣτΕ
1823/2020).
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη
έφεση, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να ακυρωθούν τα ενημερωτικά
σημειώματα συντάξεων της εφεσίβλητης που αφορούν μόνο την χρονική περίοδο
1-7-2015 έως 11-5-2016 κατά το μέρος τους με το οποίο χώρησαν οι μη νόμιμες
περικοπές και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εκκαλούντος να της καταβάλει
νομιμοτόκως τις περικοπές της σύνταξης της μόνο για το ανωτέρω χρονικό
διάστημα. Κατόπιν τούτου το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στην
εφεσίβλητη ανέρχεται σε 1.540,56 ευρώ, ήτοι 493,19 για την περικοπή του άρθρου
6 του ν. 4061/2012 (47,56 ευρώ Χ 10,37 μήνες), συν. 1.047,37 ευρώ για την
περικοπή του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 του ν. 4093/2012
(101,00 ευρώ Χ 10,37 μήνες). Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ
των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 εδαφ. γ’ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την έφεση.
Μεταρρυθμίζει την 15023/2019 απόφαση του
Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ακυρώνει τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων του εκκαλούντος, κατά το μέρος με
το οποίο έλαβαν χώρα περικοπές στην σύνταξη της εφεσίβλητης κατά το χρονικό
διάστημα από 1-7-2015 έως 11-5-2016, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν.
4051/2012 και του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 του ν.
4093/2012.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εκκαλούντος (ήδη e-ΕΦΚΑ) να καταβάλει στην
εφεσίβλητη το ποσό των χιλίων πεντακοσίων σαράντα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών
(1.540,56) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (31-1-2019) έως την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
H απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στις 31 Μαρτίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΣΑΜΑΡΔΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΕΝΙΑΔΗΣ
Η απόφαση διαβιβάστηκε απο τον νομικό σύμβουλο της Ομοσπονδίας μας, για ενημέρωση.
Εκ του Δ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου